Καλαβρύτων 12
Το φανάρι άναψε κόκκινο, και ο «Γρηγόρης» εμφανίστηκε απέναντί της. Αυτό λοιπόν ήταν! Δώδεκα βήματα. Μόνο τόσο χρειαζόταν για να αλλάξει η ζωή της.
"Άλλοι αλλάζουν ηπείρους, περνάνε ωκεανούς, περιμένουν σε κατασκηνώσεις και εσύ θα κάνεις δώδεκα βήματα!" σκέφτηκε και σήκωσε το κεφάλι της προς τον ουρανό, σαν τα λαγωνικά που μυρίζουν τον αέρα για να βρουν το στόχο τους.
Διέσχισε τη μεγάλη λεωφόρο χωρίς βιασύνη. Δεν την ένοιαζε πια ο ρυθμός της πόλης. Άλλοι τρέχουν να προλάβουν, άλλοι τρέχουν να ξεφύγουν. Εκείνη πήγαινε σπίτι.
Ήταν σαν να είχε περάσει σε άλλη διάσταση. Οι ήχοι της πόλης έσβηναν γύρω της, σαν να τους απορροφούσε το βήμα της. Δεν την άγγιζαν πια οι βιαστικοί περαστικοί, το κορνάρισμα, η ανυπομονησία της ασφάλτου. Είχε βρει τον δικό της ρυθμό. Και της άρεσε.
Όταν έφτασε απέναντι, σαν να άλλαξαν τα χρώματα. Ένα ζεστό, κόκκινο φίλτρο κάλυψε το ψυχρό φως που τόσον καιρό θεωρούσε ιδανικό. Μα τελικά δεν ήταν. Το ζεστό φως είναι αλλιώς· αγκαλιάζει, γαληνεύει. Είναι σαν μια μόνιμη άνοιξη.
Κατέβηκε τη μικρή κατηφόρα. Οι ράγες του τρόλεϊ έδωσαν τη θέση τους σε στιθάδες με νερατζιές. Είχε ακούσει κάποτε πως τα δέντρα αυτά ήταν απομεινάρια της χούντας· πως οι καρποί τους είχαν γίνει όπλα στα χέρια των διαδηλωτών. Όποιος κι αν σκέφτηκε να γεμίσει τα πεζοδρόμια της Αττικής με νερατζιές, είχε πράξει σοφά. Την άνοιξη, η πόλη μοσχοβολάει απ’ τις ανθισμένες νερατζιές, και το πλούσιο πράσινο φύλλωμά τους σε κάνει να ξεχνάς πως βρίσκεσαι στην Αθήνα.
Πίσω της έσερνε μια μικρή, μπλε βαλίτσα, που –ως δια μαγείας– δεν έκανε καθόλου θόρυβο. Φορούσε ένα γαλάζιο σακάκι, ένα ψάθινο καπέλο, ένα λευκό μπλουζάκι και ένα μπεζ ψαράδικο παντελόνι. Περπατούσε αργά, παρατηρώντας τις πολυκατοικίες δεξιά κι αριστερά. Ο δρόμος ήταν στενός, ίσα που χωρούσε να περάσει ένα αυτοκίνητο. Το στενό δεν ήταν μεγάλο. Θα έβρισκε εύκολα το σπίτι.
Τι απόλυτη ησυχία! Μόνο ο απόηχος της πόλης ακουγόταν – και κι αυτός έσβηνε σιγά σιγά.
Έφτασε.
Αριθμός 12.
Κοίταξε το κτίριο με περιέργεια. Μια τριώροφη πολυκατοικία με καφέ μπατζούρια, καφέ κάγκελα και πράσινες τέντες. Στην είσοδο, ένας μικρός κήπος, ίσα-ίσα για να μην ξεχνάς την αίσθηση του χώματος.
Ανέβηκε τα μαρμάρινα σκαλιά, έβγαλε το κλειδί από την τσέπη του σακακιού της και άνοιξε την αλουμινένια πόρτα.
Κοντοστάθηκε.
Έβγαλε τα κοκάλινα γυαλιά ηλίου της, σήκωσε τη βαλίτσα και ανέβηκε αργά ως τον τρίτο όροφο. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Η μυρωδιά του κλιμακοστασίου, η σιωπή των κλειστών διαμερισμάτων, το βάρος των αναμνήσεων που κουβαλούσαν αυτοί οι τοίχοι. Πόσοι να είχαν ζήσει εδώ; Πόσα παιδιά να είχαν γεννηθεί; Πόσα ζευγάρια να είχαν χωρίσει; Πόσα κορίτσια να είχαν ονειρευτεί, πόσα αγόρια να είχαν φαντασιωθεί;
Έφτασε.
Η μεγάλη, καφέ ξύλινη πόρτα.
Το χρυσό πόμολο, το καφέ πατάκι, το παλιακό κουδούνι με την καλλιγραφική επιγραφή: «Ο.Α.»
Έβαλε το κλειδί στην πόρτα και, χωρίς δεύτερη σκέψη, ξεκλείδωσε.
Το λιγοστό φως που έμπαινε από τις γρίλιες αποκάλυπτε το γυμνό διαμέρισμα. Το μαύρο μάρμαρο με τα λευκά νερά του πατώματος, οι άδειοι τοίχοι, τα μεταλλικά αλουμίνια στα παράθυρα.
Άφησε τη βαλίτσα στον διάδρομο και μπήκε στο σαλόνι.
Πήρε μια βαθιά ανάσα.
Κάθισε στο πάτωμα, ακουμπώντας την πλάτη της στον τοίχο, δίπλα στη μπαλκονόπορτα.Τι απόλυτη ησυχία.
Εδώ είσαι ασφαλής.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου