το καρό τραπεζομάντηλο




ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΑ


Ήταν ένα υπέροχο απομεσήμερο. Θύμιζε στοίχους του Ελύτη. Ένα τραπέζι στρωμένο, μια κούπα μισογεμάτη και σημάδια από το κραγιόν στο ποτήρι. Μια φέτα λεμόνι σκορπισμένη στο κίτρινο καρό τραπεζομάντιλο και δυο μπλε κάδοι γεμάτοι σκουπίδια και αγριόχορτα. Σκουπίδια του κήπου που μας θυμίζουν ότι κάποιος πάντα ζει εδώ. Ήταν τρεις. Τις είδα πίσω από τους κάδους. Δεκάδες μάτια με επεξεργάζονταν, ήταν ανατριχιαστικό. Σταθήκαμε να κοιτάζουμε η μια την άλλη μέχρι που άρχισαν να με κυνηγούν. Προσπάθησα να τρέξω, να πετάξω όσο πιο γρήγορα μπορούσα.

Μέχρι που σταμάτησαν. Έτσι ξαφνικά.Ίσως έφταιγε το στρωμένο τραπέζι και ότι υπήρχε εκεί επάνω. Έμεινα να τους κοιτάζω πάνω από το μπουκάλι του νερού. Ωραία τα γυάλινα μπουκάλια, ειδικά όταν ο ήλιος χτυπάει πάνω στο καλοσμιλεμένο στόμιό τους. 

Γυρνούσαν από δω και από εκεί σαν αλαφιασμένες, λες και έβλεπαν φαγητό πρώτη φορά στη ζωή τους. Πέρασε κάμποση ώρα.Καθόμουν να τις κοιτάζω πως είχαν αποκάμει από το φαγοπότι. Πολύ δύσκολο πράγμα τελικά να είσαι αχόρταγος. Ξεφυσούσαν αργά δίπλα στα κεκάκια και τις καραμέλες.Αποφάσισα να πάω κοντά τους. Ή τώρα ή ποτέ. Σιγά! τί θα μου κάνουνε μωρε… Μια ζωή φοβάμαι και τρέχω. Ανοίγω τα φτερά μου μόνο για να ξεφύγω. Ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσω τους φόβους μου και να τους νικήσω. 

Κοίτα, κοίτα πως απλώθηκε σαν σουλτάνα, αγκαλιά με τις καραμέλες. Και λίγο πιο κάτω η άλλη έχει χωθεί με τα μούτρα στο γιαούρτι, ευτυχώς είναι 2%! 
Έψαξα δεξια και αριστερά να βρω την τρίτη. Ήταν χαμένη πίσω απο το κουτί με τα cupcakes και ροχάλιζε βαριά. 

Καμιά φορά νιώθεις απογοήτευση όταν ο αντίπαλός σου είναι τόσο βλαμμένος! Έπρεπε όμως να εκδικηθώ για όλες τις μέρες προσβολών και ταπείνωσης. Πήγα απο επάνω τους και άρχιζα να τις πειράζω. Σηκώθηκαν και οι τρεις με τη μία.  Ήταν τόσο αστείες έτσι όπως προσπαθούσαν να τρέξουν πίσω μου. Τρέχαμε μέσα στον κήπο. Να σας πω την αλήθεια μου φοβόμουν πολύ. Είναι τρεις και ήμουν μόνη μου. Αλλά εκεί πάνω απο τις τριανταφυλλιές κατάλαβα οτι το παιχνίδι έχει γυρίσει. Η πρώτη έπεσε φαρδιά πλατιά πάνω στο καρό κίτρινο τραπεζομάντιλο. Η δεύτερη βρέθηκε πίσω απο το ζελέ φράουλα, ενώ η  τρίτη αποφάσισε να ξεκουραστεί κοντά στα cupcakes που τελικά τόσο αγάπησε.  

Έμεινα να την κοιτάω. Τις σκούντησα για να συνεχίσουμε το κυνηγητό αλλά δεν κουνήθηκαν ποτέ ξανά. 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ

Καθόμασταν ήσυχες ήσυχες πίσω απο τους μπλε κάδους. Περιμέναμε σινιάλο για να ξεκινήσουμε, και τότε εμφανίστηκε αυτή. Ολοστρόγγυλη. ντυμένη στα κόκκινα, χοντρή και όμως έδειχνε τόσο μα τόσο ανάλαφρη. Ποτέ μου δε τη συμπάθησα, ούτε οι άλλες την συμπαθούν. Ούτε τι τρώει ξέρουμε, ούτε που κοιμάται. Είναι λέει vegan. Βλακείες. Ψωνάρα είναι. Πως αλλιώς θα βολτάρει την άνοιξη και το καλοκαίρι... Τρώει μόνο πρασινάδες απο άποψη, λέει. Αηδίες λέω εγώ. Δε μπορεις να ζεις με πρασινάδα χρυσή μου. Παλιο βουλιμική. 

Τέλος πάντων. 

Ήρθε συνάμενη, κουνάμενη και άρχισε να μας κοροϊδεύει χωρίς λόγο. Αυτή τα ξεκίνησε όλα. Αρχίσαμε να την κυνηγάμε και εκείνη έτρεχε μεσα στον κήπο ωσπου κρύφτηκε. Ψάξαμε παντού να τη βρούμε, αλλά είναι πονηρή και κρύφθηκε για να μας τρομάξει πάλι και να μας κοροϊδεύσει. Τότε συνειδητοποίησαπου βρισκόμασταν και έκανε νόημα και στις άλλες να κοιτάξουν γύρω τους. Βρισκόμασταν στον παράδεισο. 

Ένα τραπέζι γεμάτο λιχουδιές. Ήμασταν πάνω απο cupcakes και μακαρόν, φέτες λεμόνι, σταφύλια, μήλα, ένα ανοιχτό μπουκάλι βυσσινάδα, μισοφαγωμένα φουί-ζελέ… πραγματικός παράδεισος.

Βρήκα ενα μισό κομμάτι καστανή ζάχαρη και έτρεξα να δοκιμάσω το υγρό ακόμα μέρος της. Δεν τις φτιάχνουν όπως κάποτε.. Τώρα είναι καραμελόχρωμα, τότε στην εποχή μου ήταν καθαρή μελάσα. Υπέροχο πράγμα, άξιζε να σπαταλήσεις όλη σου την ύπαρξη πάνω της κόκκο τον κόκκο.

Είχε και εκλέρ, και κουτάλια βουτηγμένα στη μαρμελάδα και καραμέλες. Αχ αυτές οι καραμέλες, δεν ξέρω που τις βρήκαν αλλά είχαν και βουτύρου που σπάνια πλέον τις βρίσκει κανείς.

Πηγαίναμε απο εδώ και απο εκεί μη ξέροντας απο που να ξεκινήσουμε. Εγώ τελικά αποφάσισα να φάω το κέικ. Ήταν με σταφίδες και αλεύρι ολικής αλέσεως. Τουλάχιστον δε θα μου ανεβάσει το ζάχαρο απότομα.  Οι άλλες ασχολήθηκαν με τις καραμέλες και το γιαούρτι. Μου έκανε εντύπωση πως επέλεξε το γιαούρτι. Δεν έχει τίποτα το διασκεδαστικό και προκαλεί και αέρια. Τι να πω ίσως να είχε ανάγκη απο προβιοτικά. Η πιο τυχερή ήταν όποια επέλεξε τις καραμέλες. Κάθε μπουκιά και άλλη γεύση, κάθε τσιμπηματάκι και διαφορετική απόλαυση. 

Κάποια στιγμή ήρθε πάλι πάνω μας αυτή η κοκκινο- χοντρή και μας κοίταζε. Δε μας άφηνε σε ησυχία. Αναγκαστήκαμε να την ακολουθήσουμε, να δούμε που το πάει. Δεν αντέξαμε πολύ. Ανοίξαμε τα φτερά μας και βαριές όπως ήμασταν πήγαμε ξοπίσω της. Ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα. Ένοιωθα τα πόδια μου να βαραίνουν, τα μάτια μου να θολώνουν. Τα φτερά μου άρχισαν αν τρεμοπαίζουν, ο ήχος που έβγαζαν ήταν πιο βαρύς, πιο τραχύς, πιο αργός. Ξαφνικά ένοιωσα να χάνω ύψος,, και με ένα απότομο μπουμ (!) η βαρύτητα με τράβηξε με δύναμη προς τα κάτω. Άσχημα τα  πράγματα όταν σε προλαβαίνει η βαρύτητα. Καθώς έπεφτα είδα και τις άλλες να πέφτουν μπροστά μου. Είχαμε νικηθεί. Τώρα θα μπορούσε η χοντρή πασχαλίτσα να γελάει μαζί μας και να μας κοροϊδεύει ακόμα περισσότερο όταν μας βλέπει. 

Είναι πολύ άδικο να είσαι λαίμαργη μύγα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...